συνεκάθηντο

συνεκάθηντο
σύν-κάθημαι
to be seated
imperf ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκάθημαι — και ιων. τ. συγκάτημαι Α 1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον 2. συνεδριάζω («τῇ δ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.) 3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάθημαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”